- κατάρακτοι
- κατ-άρακτοι θυρίδες,A shutters, IG22.463.76; cf. καταρράκτης.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κατάρακτος — κατάρακτος, ον (Α) [καταράσσω] φρ. «κατάρακτοι θυρίδες» παραθυρόφυλλα … Dictionary of Greek